Κανείς δεν ξέρει τι είναι να ζεις μ' άρρωστο άνθρωπο στο ίδιο σπίτι. Να μεγαλώνεις σ' αυτό το σπίτι... Κι όσο μεγαλώνεις τόσο πιο πολύ να τον φορτώνεσαι. Ήθελα να φεύγω, να βγαίνω. Αλλά και πού να πας έξω. Ποιοι να σε κάνουν παρέα άμα δεν είσαι δικός τους; Όμως και τους δικούς μας δεν τους ήθελα. Δε γούσταρα το φοβισμένο αγρίμι που έπαιζε στο μάτι τους, δεν ήθελα να 'μαι έτσι κι εγώ. Γύρναγα λοιπόν μόνος μου, σαν το σκυλί εδώ κι εκεί, κάνα σινεμά, κάνα ουφάδικο... Σκατά. (Παύση.)
Κι η πλάκα είναι πως όταν γυρνούσα σπίτι, μ' έπιανε η μακαρίτισσα και μ' άρχιζε: "Εσύ καλά περνάς, όλο έξω είσαι, γιατί δεν παίρνεις και τον μικρό μαζί σου να ξεσκάσει κι αυτός, που κάθεται όλη μέρα εδώ μέσα και στεναχωριέται το παιδί..." Κι αργότερα, μια φορά που άρχισα να φέρνω κι εγώ στο σπίτι μια γκομενίτσα και κλεινόμασταν στο δωμάτιο, μ' έπιασε πάλι μια μέρα: "Τι τη φέρνεις εδώ αυτήν; Δεν το καταλαβαίνεις ότι το παιδί ζηλεύει που σας βλέπει; Στεναχωριέται το καημένο"... Μ' αυτά κι άλλα τέτοια πολλά σηκώθηκα κι έφυγα τελείως. Έπιασα αυτήν τη δουλειά στη Λάρισα. Λες και δεν υπήρχαν βενζινάδικα στην Αθήνα... (Παύση.) Και να που βγήκε όμως. Και η δουλειά βγήκε καλή τελικά κι εγώ ξέφυγα, λευτερώθηκα. Τους κοιτάω στα μάτια τώρα. Όλους. Και το ξέρω ότι εκείνο το φοβισμένο αγρίμι έχει φύγει απ' τα δικά μου. Δε γυρνάω πια στους δρόμους. Έχω παρέες. Έλληνες. Με παίρνουν τηλέφωνο, με φωνάζουν στο σπίτι τους, στις γιορτές τους, βγαίνουμε έξω... (Παύση.) Όμως, για να πω την αλήθεια, αν... αν ποτέ μου έκαναν μια εξέταση, μια... ακτινογραφία, ας πούμε, θα... θα έβρισκαν μέσα μου ένα μαύρο σημάδι, μια σκιά... (Ένα σκληρό φως πέφτει στο πρόσωπό του.) Ο Λευτέρης! Κι ό,τι τρώω, ό,τι πίνω, ό,τι κάνω κι ό,τι λέω, κάπου εκεί σε μια γωνιά του πέφτει αυτή η σκιά, σαν μουντζούρα. (Παύση.) Δε με πειράζει όμως τόσο αυτό, όχι, έχω μάθει. από μικρός, από τότε ακόμα που τριγύρναγα μοναχός μου, που δε μου μίλαγε κανείς, έσφιγγα τα δόντια, κουλουριαζόμουνα γύρω από κάτι σκληρό μέσα μου, εκείνο το πράμα σα σίδερο που έλεγε κι η μάνα μου και που το 'νιωθα ότι δε θα σπάσει ποτέ... Κι έλεγα στον εαυτό μου, πρέπει να ζήσεις. Έστω και μ' αυτή τη σκιά στα πνεμόνια, έστω και μ' αυτό το σακατιλίκι, τη δαγκωματιά στην καρδιά. (Παύση.)
Το γάλα (απόσπασμα)
Βασίλης Κατσικονούρης
Κι η πλάκα είναι πως όταν γυρνούσα σπίτι, μ' έπιανε η μακαρίτισσα και μ' άρχιζε: "Εσύ καλά περνάς, όλο έξω είσαι, γιατί δεν παίρνεις και τον μικρό μαζί σου να ξεσκάσει κι αυτός, που κάθεται όλη μέρα εδώ μέσα και στεναχωριέται το παιδί..." Κι αργότερα, μια φορά που άρχισα να φέρνω κι εγώ στο σπίτι μια γκομενίτσα και κλεινόμασταν στο δωμάτιο, μ' έπιασε πάλι μια μέρα: "Τι τη φέρνεις εδώ αυτήν; Δεν το καταλαβαίνεις ότι το παιδί ζηλεύει που σας βλέπει; Στεναχωριέται το καημένο"... Μ' αυτά κι άλλα τέτοια πολλά σηκώθηκα κι έφυγα τελείως. Έπιασα αυτήν τη δουλειά στη Λάρισα. Λες και δεν υπήρχαν βενζινάδικα στην Αθήνα... (Παύση.) Και να που βγήκε όμως. Και η δουλειά βγήκε καλή τελικά κι εγώ ξέφυγα, λευτερώθηκα. Τους κοιτάω στα μάτια τώρα. Όλους. Και το ξέρω ότι εκείνο το φοβισμένο αγρίμι έχει φύγει απ' τα δικά μου. Δε γυρνάω πια στους δρόμους. Έχω παρέες. Έλληνες. Με παίρνουν τηλέφωνο, με φωνάζουν στο σπίτι τους, στις γιορτές τους, βγαίνουμε έξω... (Παύση.) Όμως, για να πω την αλήθεια, αν... αν ποτέ μου έκαναν μια εξέταση, μια... ακτινογραφία, ας πούμε, θα... θα έβρισκαν μέσα μου ένα μαύρο σημάδι, μια σκιά... (Ένα σκληρό φως πέφτει στο πρόσωπό του.) Ο Λευτέρης! Κι ό,τι τρώω, ό,τι πίνω, ό,τι κάνω κι ό,τι λέω, κάπου εκεί σε μια γωνιά του πέφτει αυτή η σκιά, σαν μουντζούρα. (Παύση.) Δε με πειράζει όμως τόσο αυτό, όχι, έχω μάθει. από μικρός, από τότε ακόμα που τριγύρναγα μοναχός μου, που δε μου μίλαγε κανείς, έσφιγγα τα δόντια, κουλουριαζόμουνα γύρω από κάτι σκληρό μέσα μου, εκείνο το πράμα σα σίδερο που έλεγε κι η μάνα μου και που το 'νιωθα ότι δε θα σπάσει ποτέ... Κι έλεγα στον εαυτό μου, πρέπει να ζήσεις. Έστω και μ' αυτή τη σκιά στα πνεμόνια, έστω και μ' αυτό το σακατιλίκι, τη δαγκωματιά στην καρδιά. (Παύση.)
Το γάλα (απόσπασμα)
Βασίλης Κατσικονούρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου