"Η ιστορία έχει ως εξής" είπε ο ζωγράφος ύστερα από μια παύση. "Πριν από δύο μήνες πήγα σε μια κοσμική συγκέντρωση της λαίδης Μπράντον. Ξέρεις καλά πως εμείς οι φτωχοί καλλιτέχνες πρέπει πότε πότε να κάνουμε την εμφάνισή μας στην καλή κοινωνία, μόνο και μόνο για να θυμίσουμε στους άλλους ότι δεν είμαστε αγριάνθρωποι. Όπως μου έχεις πει, με βραδινό κοστούμι και άσπρη γραβάτα μπορεί ο καθένας, ακόμα κι ένας χρηματιστής, να περάσει για πολιτισμένος.
Έτσι λοιπόν, αφού ήμουν για κάνα δεκάλεπτο στην αίθουσα, κουβεντιάζοντας με υπέρβαρες, κομψεβόμενες γριές και βαρετούς ακαδημαϊκούς, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι κάποιος με κοίταζε. Στράφηκα ελαφρά και αντίκρισα για πρώτη φορά τον Ντόριαν Γκρέι. Όταν τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, ένιωσα να χλωμιάζω. Με κατέλαβε ένα παράξενο αίσθημα τρόμου. Ήταν προφανές πως είχα συναντήσει κάποιον με τόσο γοητευτική προσωπικότητα που, αν άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο, θα απορροφούσε όλο το είναι μου, την ψυχή μου, ακόμα και την τέχνη μου. Δεν ήθελα καμιά εξωτερική επίδραση στη ζωή μου. Ξέρεις καλά, Χάρι, πόσο ανεξάρτητος είμαι. Υπήρξα πάντα κύριος του εαυτού μου, τουλάχιστον μέχρι που συνάντησα τον Ντόριαν Γκρέι. Τότε, όμως... Δεν ξέρω πώς να σ' το εξηγήσω. Ήταν σαν κάτι να μου έλεγε ότι βρισκόμουν στα πρόθυρα μιας φοβερής προσωπικής κρίσης. Είχα το παράξενο αίσθημα πως η μοίρα μου επεφύλλασε θεσπέσιες χαρές και τεράστιες λύπες. Τρόμαξα, και γύρισα την πλάτη να φύγω από την αίθουσα. Δεν ήταν η συνείδησή μου που υπαγόρευσε αυτή την ενέργεια. Ήταν ένα είδος δειλίας. Δεν καμαρώνω που προσπάθησα να γλιτώσω".
"Μα, Μπάζιλ, συνείδηση και δειλία είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Συνείδηση είναι το εμπορικό όνομα της εταιρείας. Αυτό είναι όλο".
"Δεν το πιστεύω, Χάρι, αλλά είμαι σίγουρος πως ούτε κι εσύ. Ωστόσο, ό,τι κι αν ήταν αυτό που με παρακίνησε - ίσως η υπερηφάνεια, γιατί τότε ήμουν πολύ υπερήφανος - προσπάθησα να βρω την εξώπορτα. Εκεί, βέβαια, έπεσα πάνω στη λαίδη Μπράντον. "Θα το σκάσετε τόσο σύντομα, κύριε Χόλγουορντ;" τσίριξε. Ξέρεις τι διαπεραστική φωνή έχει!"
"Ναι. Μοιάζει σε όλα της με παγόνι, εκτός από την ομορφιά" είπε ο λόρδος Χένρι, μαδώντας την μαργαρίτα με τα μακριά, νευρώδη δάχτυλά του.
"Στάθηκε αδύνατο να την ξεφορτωθώ. Με γνώρισε σε γαλαζοαίματους, στρατηγούς, ανθρώπους με πλήθος τα παράσημα, αλλά και σε κάτι γριές με τεράστιες τιάρες και μύτες που θύμιζαν παπαγάλους. Μιλούσε για μένα σαν να ήμουν ο καλύτερος φίλος της. Ήταν μόλις η δεύτερη φορά που τη συναντούσα, αλλά της μπήκε η ιδέα να με παρουσιάσει ως σημαίνον πρόσωπο. Μάλλον εκείνο τον καιρό κάποιος πίνακάς μου είχε μεγάλη επιτυχία, ή τουλάχιστον συζητιόταν στις λαϊκές φυλλάδες, κάτι που το 19ο αιώνα θεωρείται συνώνυμο της αθανασίας. Ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στο νέο που η προσωπικότητά του με είχε συνεπάρει τόσο παράξενα. Ήμασταν πολύ κοντά, σχεδόν ακουμπούσαμε ο ένας τον άλλο. Τα βλέματά μας συναντήθηκαν πάλι. Ήταν απερίσκεπτο εκ μέρους μου, αλλά ζήτησα από τη λαίδη Μπράντον να μας συστήσει. Τελικά, ίσως και να μην ήταν τόσο απερίσκεπτο. Απλώς αναπόφευκτο. Θα μιλούσαμε και χωρίς να μας συστήσουν. Είμαι σίγουρος. Μου το επιβεβαίωσε αργότερα ο ίδιος ο Ντόριαν. Και εκείνος είχε νιώσει πως ήταν μοιραίο να γνωριστούμε".
OSCAR WILDE
Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι (απόσπασμα)
Μετάφραση: Νίκος Κουμπιάς, Τάσος Καφαντάρης
Έτσι λοιπόν, αφού ήμουν για κάνα δεκάλεπτο στην αίθουσα, κουβεντιάζοντας με υπέρβαρες, κομψεβόμενες γριές και βαρετούς ακαδημαϊκούς, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι κάποιος με κοίταζε. Στράφηκα ελαφρά και αντίκρισα για πρώτη φορά τον Ντόριαν Γκρέι. Όταν τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, ένιωσα να χλωμιάζω. Με κατέλαβε ένα παράξενο αίσθημα τρόμου. Ήταν προφανές πως είχα συναντήσει κάποιον με τόσο γοητευτική προσωπικότητα που, αν άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο, θα απορροφούσε όλο το είναι μου, την ψυχή μου, ακόμα και την τέχνη μου. Δεν ήθελα καμιά εξωτερική επίδραση στη ζωή μου. Ξέρεις καλά, Χάρι, πόσο ανεξάρτητος είμαι. Υπήρξα πάντα κύριος του εαυτού μου, τουλάχιστον μέχρι που συνάντησα τον Ντόριαν Γκρέι. Τότε, όμως... Δεν ξέρω πώς να σ' το εξηγήσω. Ήταν σαν κάτι να μου έλεγε ότι βρισκόμουν στα πρόθυρα μιας φοβερής προσωπικής κρίσης. Είχα το παράξενο αίσθημα πως η μοίρα μου επεφύλλασε θεσπέσιες χαρές και τεράστιες λύπες. Τρόμαξα, και γύρισα την πλάτη να φύγω από την αίθουσα. Δεν ήταν η συνείδησή μου που υπαγόρευσε αυτή την ενέργεια. Ήταν ένα είδος δειλίας. Δεν καμαρώνω που προσπάθησα να γλιτώσω".
"Μα, Μπάζιλ, συνείδηση και δειλία είναι ουσιαστικά το ίδιο πράγμα. Συνείδηση είναι το εμπορικό όνομα της εταιρείας. Αυτό είναι όλο".
"Δεν το πιστεύω, Χάρι, αλλά είμαι σίγουρος πως ούτε κι εσύ. Ωστόσο, ό,τι κι αν ήταν αυτό που με παρακίνησε - ίσως η υπερηφάνεια, γιατί τότε ήμουν πολύ υπερήφανος - προσπάθησα να βρω την εξώπορτα. Εκεί, βέβαια, έπεσα πάνω στη λαίδη Μπράντον. "Θα το σκάσετε τόσο σύντομα, κύριε Χόλγουορντ;" τσίριξε. Ξέρεις τι διαπεραστική φωνή έχει!"
"Ναι. Μοιάζει σε όλα της με παγόνι, εκτός από την ομορφιά" είπε ο λόρδος Χένρι, μαδώντας την μαργαρίτα με τα μακριά, νευρώδη δάχτυλά του.
"Στάθηκε αδύνατο να την ξεφορτωθώ. Με γνώρισε σε γαλαζοαίματους, στρατηγούς, ανθρώπους με πλήθος τα παράσημα, αλλά και σε κάτι γριές με τεράστιες τιάρες και μύτες που θύμιζαν παπαγάλους. Μιλούσε για μένα σαν να ήμουν ο καλύτερος φίλος της. Ήταν μόλις η δεύτερη φορά που τη συναντούσα, αλλά της μπήκε η ιδέα να με παρουσιάσει ως σημαίνον πρόσωπο. Μάλλον εκείνο τον καιρό κάποιος πίνακάς μου είχε μεγάλη επιτυχία, ή τουλάχιστον συζητιόταν στις λαϊκές φυλλάδες, κάτι που το 19ο αιώνα θεωρείται συνώνυμο της αθανασίας. Ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στο νέο που η προσωπικότητά του με είχε συνεπάρει τόσο παράξενα. Ήμασταν πολύ κοντά, σχεδόν ακουμπούσαμε ο ένας τον άλλο. Τα βλέματά μας συναντήθηκαν πάλι. Ήταν απερίσκεπτο εκ μέρους μου, αλλά ζήτησα από τη λαίδη Μπράντον να μας συστήσει. Τελικά, ίσως και να μην ήταν τόσο απερίσκεπτο. Απλώς αναπόφευκτο. Θα μιλούσαμε και χωρίς να μας συστήσουν. Είμαι σίγουρος. Μου το επιβεβαίωσε αργότερα ο ίδιος ο Ντόριαν. Και εκείνος είχε νιώσει πως ήταν μοιραίο να γνωριστούμε".
OSCAR WILDE
Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι (απόσπασμα)
Μετάφραση: Νίκος Κουμπιάς, Τάσος Καφαντάρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου