Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΕΧΩ ΜΙΛΗΣΕΙ ΣΕ ΚΑΙΡΟΥΣ ΠΑΛΙΟΥΣ

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθώ
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

BROKEN

Προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά ήταν αδύνατον. Η ώρα ήταν πέντε το απόγευμα. Στις 12 είχε γίνει η κηδεία της μητέρας του. Έναν ακριβώς χρόνο μετά από το θάνατο του πατέρα του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άναψε τσιγάρο. Και δεύτερο. Και τρίτο.
Το σπίτι δεν τον χωρούσε. Έπρεπε να βγει έξω οπωσδήποτε. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν αξύριστος και τα μαλλιά του ανακατωμένα. Φόρεσε ό,τι βρήκε μπροστά του, χτενίστηκε και βγήκε έξω. Η σκύλα έκλαιγε πίσω από την κλειστή πόρτα, για να την πάρει μαζί του. «Συγγνώμη, κούκλα μου» της είπε και μετά την μάλωσε για να σταματήσει.


Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Μια αγάπη δίχως όρους.
Μια αγάπη που δε ζητά. Που μόνο δίνει.
Η Κίρκη και η Πηνελόπη.
Υπάρξεις όσο θέλησε αυτός.

Ζωή για μια στιγμή.
Ένα άγγιγμα, μια λέξη, ένα βλέμμα...
μια ψευδαίσθηση, μια αλήθεια,
πολύ ψέμα!

Σ' ΑΓΑΠΩ... ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ!

Με κοιτάς μες στα μάτια,
μα ποτέ σου δεν είδες
τα σβησμένα μου φώτα,
τις χαμένες μου ελπίδες.

Το μηδέν του Σαββάτου,
της αυγής το γαμώτο,
με κοιτάς και σωπαίνεις
κι η σιωπή κάνει κρότο.


Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

ΠΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΕΓΚΥΟ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

Όποιες διαφορές ή άλλα προβλήματα και να αντιμετώπιζε το ζευγάρι, ήταν τουλάχιστον απάνθρωπη η συμπεριφορά του άντρα που πέταξε την έγκυο γυναίκα του έξω από το αυτοκίνητό του μέσα στη νύχτα στην Εγνατία οδό στο τμήμα μεταξύ Κομοτηνής και Ξάνθης. Δεκάδες περαστικοί οδηγοί παραξενεύτηκαν βλέποντας μια γυναίκα με την κοιλιά "ως το στόμα" να κάνει ωτοστόπ...

ΙΣΩΣ...

Οι δρόμοι δεν τον πήγαν πουθενά.
Παράξενες τον δέρνανε απόψεις.
Η μάνα του καμάρωνε κρυφά:
"Εσύ μια μέρα γιε μου, θα προκόψεις!"

Μια νύχτα που κοιμήθηκε βαριά,
τον είδανε στον ύπνο του να κλαίει.
Σκυφτός σαν να 'χε φάει μαχαιριά
τον άκουσαν οι φίλοι του να λέει: