"Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα" είπε ο Κ. "Αλλά γιατί εξαρτιέσαι τόσο πολύ από την Αμαλία; Το ίδιο συνέβαινε και πριν από την καταστροφή, ή όλα έγιναν ύστερα από αυτήν; Ποτέ δε θα 'θελες να αποκτήσεις την ανεξαρτησία σου; Βρίσκεις πράγματι νόημα σ' αυτήν την εξάρτηση; Εγώ νομίζω πως σα μικρότερη πρέπει να σε υπακούει.
Οι νεκροί δεν μιλούν. Ντυμένοι με την ωραιότητα του θανάτου, έχουν πάρει μαζί τους τόσα μυστικά, που καμιά άνοιξη, με όσα βλαστάρια, δεν μπορεί να μας φανερώσει. Έγκυα γη από αποκαλύψεις που δεν έγιναν, από απολογίες που δεν πρόφτασαν να ειπωθούν, από υπομνήματα και συνηγόρους, αιτήσεις εξαιρέσεων, κώδικες, ερμηνίες πραγμάτων που έχουν σφηνωθεί πάνω στα παγωμένα κόκαλα, σαν το αλάτι.
Είναι κάτι στιγμές που σε βρίσκουν τις νύχτες. 'Ολα στέκουν και λες πως σταθήκαν κι οι δείχτες κι αν οι ώρες χτυπούν σαν σφυριά σε αμόνια, οι στιγμές δεν περνούν, μα κρατάνε αιώνια.
"Η ιστορία έχει ως εξής" είπε ο ζωγράφος ύστερα από μια παύση. "Πριν από δύο μήνες πήγα σε μια κοσμική συγκέντρωση της λαίδης Μπράντον. Ξέρεις καλά πως εμείς οι φτωχοί καλλιτέχνες πρέπει πότε πότε να κάνουμε την εμφάνισή μας στην καλή κοινωνία, μόνο και μόνο για να θυμίσουμε στους άλλους ότι δεν είμαστε αγριάνθρωποι. Όπως μου έχεις πει, με βραδινό κοστούμι και άσπρη γραβάτα μπορεί ο καθένας, ακόμα κι ένας χρηματιστής, να περάσει για πολιτισμένος.