"Σουτ!" έκανε συνωμοτικά, με το δάχτυλο στα χείλη. "Ξέρω ότι είναι πολύ αργά, Τεό. Αλλά πάντοτε δυσκολεύεσαι να κοιμηθείς το βράδυ, έτσι δεν είναι;"
"Πώς το ξέρεις;" απόρησε ο Τεό ανακαθίζοντας στο κρεβάτι του.
"Σε παρατήρησα πολύ προσεκτικά, παιδί μου", είπε ο σεΐχης. "Όταν πάψεις να βασανίζεσαι τη νύχτα, θα έχεις κάνει το μισό δρόμο.
Μπορώ να καθίσω για λίγο;" Και δίχως να περιμένει απάντηση, θρονιάστηκε στην ξύλινη καρέκλα. "Σου είπαν τόσο πολλά πράγματα μέσα σε δύο μονάχα μέρες Τεό..." άρχισε. "Αλλά σου μίλησαν τόσο λίγο για το Θεό!"
"Τι τα θες", αναστέναξε ο Τεό.
"Τόσο λίγο και τόσο άσχημα", είπε με σοβαρότητα ο σεΐχης ξεδιπλώνοντας την κελεμπία του. "Ξέχνα τις έχθρες, ξέχνα τους πολέμους και τις σφαγές, και κοίταξε αυτό που μας ενώνει. Δεν έχουμε παρά έναν και μοναδικό Θεό, κι Αυτός μας μίλησε. Γιατί είτε απευθύνεται στον Αβραάμ, στον Μωυσή, στον Ιησού είτε στον Μωάμεθ, ο Θεός στην ουσία μιλάει στους ανθρώπους μέσω των αγγελιαφόρων Του. Ο καθένας τους βέβαια έχει το δικό του χαρακτήρα. Ο Μωυσής είναι οξύθυμος, ο Ιησούς πράος, ο Μωάμεθ έχει έντονο το αίσθημα της δικαιοσύνης..."
"Ο Μωάμεθ, αίσθημα της δικαιοσύνης;" τον διέκοψε ο Τεό.
"Το περίμενα", αναστέναξε ο σεΐχης. "Στην πατρίδα σου, δεν το καταλαβαίνετε το ισλάμ, κι έπειτα οι δυο φίλοι μου είχαν τόσο πολλά να σου πουν... Εγώ προτίμησα να σ' ακούσω. Κι είμαι αυτήκοος μάρτυρας της αγανάκτησής σου, η οποία δε σε βοηθάει να κοιμηθείς. Άφησέ με να σου ξαναμιλήσω για τον Μωάμεθ".
"Μα μου τα 'χεις πει όλα!"
"Ο Μωάμεθ έμοιαζε με τους προκατόχους του: ήθελε να ενώσει τους ανθρώπους με το Θεό μέσω απλών κανόνων. Ο Μωυσής άκουσε το Θεό να του υπαγορεύει το Νόμο Του, τον οποίο εκείνος έγραψε σε πλάκες, ο Ιησούς κήρυξε το Θείο Λόγο που περιέχεται στα Ευαγγέλια κι ο αρχάγγελος Γαβριήλ υπαγόρευσε το Κοράνιο στον Μωάμεθ. Ο Μωυσής εισήγαγε την έννοια του νόμου, ο Ιησούς πρέσβευε τη φιλευσπλαχία κι ο Μωάμεθ την ιδέα της δικαιοσύνης. Για όλους, ο Θεός είναι Αγάπη".
"Ναι, αλλά γιατί μου τα λες τώρα όλα αυτά;"
"Για να σε συμφιλιώσω με όλους εμάς, παιδί μου", είπε ο σεΐχης. "Για ν' ανακουφίσω αυτό το μυαλουδάκι που δεν παύει να προβάλλει αντιρήσεις. Α! Όλα κι όλα, μη νομίζεις ότι θέλω να σ' εμποδίσω να σκέφτεσαι. Ωστόσο η αρρώστια που σε βασανίζει μπορεί να φύγει, Τεό. Δε σου ζητώ να πιστέψεις στο Θεό, αυτό δεν πρόκειται να σε γιατρέψει. Απλώς να ξέρεις ότι είσαι κι εσύ ένα ψήγμα θεότητας. Η πνοή υπάρχει μέσα σου όπως και μέσα στον καθένα μας, Τεό... Βρες το δρόμο. Βρες την πνοή".
"Εγώ το θέλω πολύ", είπε ο Τεό. "Αλλά γιατί;"
"Πρέπει πού και πού να ξέρουμε ν' αντιστεκόμαστε στα "γιατί", αποκρίθηκε ο σεΐχης. "Έχεις περάσει πια την ηλικία των ατελείωτων ερωτήσεων, δεν είσαι πια πέντε χρονών! Ηρέμησε. Για να βρεις την πνοή, πρέπει ν' αφεθείς. Ν' αφεθείς, Τεό! Αλλιώς δεν πρόκειται να γίνεις καλά".
"Έτσι λες;" μουρμούρισε ο Τεό θορυβημένος.
"Σε κάποια γωνιά του κόσμου, κάποιος από μας θα σε γιατρέψει, το ξέρω", είαε ο σεΐχης ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του. "Η αρρώστια σου θα φύγει από κει απ' όπου προέρχεται, δηλαδή από την κακοδαιμονία. Αν όμως εσύ αντιστέκεσαι ρωτώντας όλη την ώρα "γιατί", κανένας από μας δε θα μπορέσει να σε σώσει. Σου ζητώ να πιστέψεις στην πνοή, τίποτε άλλο".
"Στην πνοή;" απόρησε ο Τεό. "Και τι θα πει αυτό;"
"Άντε πάλι οι ερωτήσεις!" έκανε αυστηρά ο σεΐχης. "Θα δεχτείς μια φορά να υπακούσεις δίχως να ρωτάς τίποτε;"
"Ναι", απάντησε ο Τεό χωρίς να διστάσει.
Και τότε, κλείνοντας τα μάτια του, ο σεΐχης ακούμπησε τα χέρια του στο στήθος του Τεό. Ευθύς μια πρωτόγνωρη θερμότητα πλημμύρισε τη ράχη του παιδιού, σαν να το τύλιγαν με μια ζεστή πετσέτα ύστερα απ' το κολύμπι, σαν να το ζέσταινε ο ήλιος στις ακρογιαλιές της Ελλάδας, σαν να το άγγιζε το απαλό μάγουλο της Φατού... Αποκοιμήθηκε.
"Ευλογημένος ο Παντοδύναμος", μουρμούρισε ο σεΐχης καθώς σηκωνόταν απ' την καρέκλα. "Θα σε σώσουμε, Τεό. Μην το ξεχνάς ποτέ".
Και βγήκε πατώντας στα νύχια, με την καρδιά του ανάλαφρη.
"Το παιχνίδι των Θεών"
Κατρίν Κλεμάν
Μετάφραση: Μαρία Χωρεάνθη
"Πώς το ξέρεις;" απόρησε ο Τεό ανακαθίζοντας στο κρεβάτι του.
"Σε παρατήρησα πολύ προσεκτικά, παιδί μου", είπε ο σεΐχης. "Όταν πάψεις να βασανίζεσαι τη νύχτα, θα έχεις κάνει το μισό δρόμο.
Μπορώ να καθίσω για λίγο;" Και δίχως να περιμένει απάντηση, θρονιάστηκε στην ξύλινη καρέκλα. "Σου είπαν τόσο πολλά πράγματα μέσα σε δύο μονάχα μέρες Τεό..." άρχισε. "Αλλά σου μίλησαν τόσο λίγο για το Θεό!"
"Τι τα θες", αναστέναξε ο Τεό.
"Τόσο λίγο και τόσο άσχημα", είπε με σοβαρότητα ο σεΐχης ξεδιπλώνοντας την κελεμπία του. "Ξέχνα τις έχθρες, ξέχνα τους πολέμους και τις σφαγές, και κοίταξε αυτό που μας ενώνει. Δεν έχουμε παρά έναν και μοναδικό Θεό, κι Αυτός μας μίλησε. Γιατί είτε απευθύνεται στον Αβραάμ, στον Μωυσή, στον Ιησού είτε στον Μωάμεθ, ο Θεός στην ουσία μιλάει στους ανθρώπους μέσω των αγγελιαφόρων Του. Ο καθένας τους βέβαια έχει το δικό του χαρακτήρα. Ο Μωυσής είναι οξύθυμος, ο Ιησούς πράος, ο Μωάμεθ έχει έντονο το αίσθημα της δικαιοσύνης..."
"Ο Μωάμεθ, αίσθημα της δικαιοσύνης;" τον διέκοψε ο Τεό.
"Το περίμενα", αναστέναξε ο σεΐχης. "Στην πατρίδα σου, δεν το καταλαβαίνετε το ισλάμ, κι έπειτα οι δυο φίλοι μου είχαν τόσο πολλά να σου πουν... Εγώ προτίμησα να σ' ακούσω. Κι είμαι αυτήκοος μάρτυρας της αγανάκτησής σου, η οποία δε σε βοηθάει να κοιμηθείς. Άφησέ με να σου ξαναμιλήσω για τον Μωάμεθ".
"Μα μου τα 'χεις πει όλα!"
"Ο Μωάμεθ έμοιαζε με τους προκατόχους του: ήθελε να ενώσει τους ανθρώπους με το Θεό μέσω απλών κανόνων. Ο Μωυσής άκουσε το Θεό να του υπαγορεύει το Νόμο Του, τον οποίο εκείνος έγραψε σε πλάκες, ο Ιησούς κήρυξε το Θείο Λόγο που περιέχεται στα Ευαγγέλια κι ο αρχάγγελος Γαβριήλ υπαγόρευσε το Κοράνιο στον Μωάμεθ. Ο Μωυσής εισήγαγε την έννοια του νόμου, ο Ιησούς πρέσβευε τη φιλευσπλαχία κι ο Μωάμεθ την ιδέα της δικαιοσύνης. Για όλους, ο Θεός είναι Αγάπη".
"Ναι, αλλά γιατί μου τα λες τώρα όλα αυτά;"
"Για να σε συμφιλιώσω με όλους εμάς, παιδί μου", είπε ο σεΐχης. "Για ν' ανακουφίσω αυτό το μυαλουδάκι που δεν παύει να προβάλλει αντιρήσεις. Α! Όλα κι όλα, μη νομίζεις ότι θέλω να σ' εμποδίσω να σκέφτεσαι. Ωστόσο η αρρώστια που σε βασανίζει μπορεί να φύγει, Τεό. Δε σου ζητώ να πιστέψεις στο Θεό, αυτό δεν πρόκειται να σε γιατρέψει. Απλώς να ξέρεις ότι είσαι κι εσύ ένα ψήγμα θεότητας. Η πνοή υπάρχει μέσα σου όπως και μέσα στον καθένα μας, Τεό... Βρες το δρόμο. Βρες την πνοή".
"Εγώ το θέλω πολύ", είπε ο Τεό. "Αλλά γιατί;"
"Πρέπει πού και πού να ξέρουμε ν' αντιστεκόμαστε στα "γιατί", αποκρίθηκε ο σεΐχης. "Έχεις περάσει πια την ηλικία των ατελείωτων ερωτήσεων, δεν είσαι πια πέντε χρονών! Ηρέμησε. Για να βρεις την πνοή, πρέπει ν' αφεθείς. Ν' αφεθείς, Τεό! Αλλιώς δεν πρόκειται να γίνεις καλά".
"Έτσι λες;" μουρμούρισε ο Τεό θορυβημένος.
"Σε κάποια γωνιά του κόσμου, κάποιος από μας θα σε γιατρέψει, το ξέρω", είαε ο σεΐχης ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του. "Η αρρώστια σου θα φύγει από κει απ' όπου προέρχεται, δηλαδή από την κακοδαιμονία. Αν όμως εσύ αντιστέκεσαι ρωτώντας όλη την ώρα "γιατί", κανένας από μας δε θα μπορέσει να σε σώσει. Σου ζητώ να πιστέψεις στην πνοή, τίποτε άλλο".
"Στην πνοή;" απόρησε ο Τεό. "Και τι θα πει αυτό;"
"Άντε πάλι οι ερωτήσεις!" έκανε αυστηρά ο σεΐχης. "Θα δεχτείς μια φορά να υπακούσεις δίχως να ρωτάς τίποτε;"
"Ναι", απάντησε ο Τεό χωρίς να διστάσει.
Και τότε, κλείνοντας τα μάτια του, ο σεΐχης ακούμπησε τα χέρια του στο στήθος του Τεό. Ευθύς μια πρωτόγνωρη θερμότητα πλημμύρισε τη ράχη του παιδιού, σαν να το τύλιγαν με μια ζεστή πετσέτα ύστερα απ' το κολύμπι, σαν να το ζέσταινε ο ήλιος στις ακρογιαλιές της Ελλάδας, σαν να το άγγιζε το απαλό μάγουλο της Φατού... Αποκοιμήθηκε.
"Ευλογημένος ο Παντοδύναμος", μουρμούρισε ο σεΐχης καθώς σηκωνόταν απ' την καρέκλα. "Θα σε σώσουμε, Τεό. Μην το ξεχνάς ποτέ".
Και βγήκε πατώντας στα νύχια, με την καρδιά του ανάλαφρη.
"Το παιχνίδι των Θεών"
Κατρίν Κλεμάν
Μετάφραση: Μαρία Χωρεάνθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου