Κοκκίνισε κι ύστερα ξαναπήρε φόρα:
"Αν κάποιος αγαπάει ένα λουλούδι που δεν υπάρχει όμοιό του, μέσα στα εκατομμύρια των εκατομμυρίων τα αστέρια, αυτό και μόνο φτάνει για να είναι ευτυχισμένος όταν το κοιτάει. Σκέφτεται: "Κάπου εκεί είναι το λουλούδι μου..." Αν όμως το αρνάκι φάει το λουλούδι, γι' αυτόν θα είναι σα να σβήσαν ξαφνικά όλα τ' αστέρια! Και δεν είναι σπουδαίο αυτό;"
Δεν μπορούσε να πει τίποτε περισσότερο. Ξέσπασε απότομα σε αναφιλητά. Η νύχτα είχε πέσει. Είχα αφήσει κι εγώ τα εργαλεία μου. Πολύ που μ' ένοιαζαν τώρα το σφυρί και τα μπουλόνια μου, η δίψα και ο θάνατος. Σε κάποιο αστέρι, σε κάποιον πλανήτη, στο δικό μου πλανήτη, τη Γη, υπήρχε ένας μικρός πρίγκιπας που έπρεπε να παρηγορήσω! Τον πήρα στην αγκαλιά μου. Τον νανούρισα. Του έλεγα: "Το λουλούδι που αγαπάς δεν κινδυνεύει... θα ζωγραφίσω ένα φίμωτρο για το αρνάκι σου... θα ζωγραφίσω μια πανοπλία για το λουλούδι σου... θα..." Δεν ήξερα κι εγώ τι να του πω. Ένιωθα πολύ αδέξιος. Δεν ήξερα από πού να τον πιάσω, πώς να τον ξαναπλησιάσω... είναι πολύ μυστήρια η χώρα των δακρύων.
Δεν άργησα να μάθω καλύτερα το λουλούδι αυτό. Στον πλανήτη του μικρού πρίγκιπα υπήρχαν πάντοτε λουλούδια απλά, στολισμένα με μια μονάχα σειρά πέταλα, που δεν έπιαναν καθόλου τόπο και δεν πείραζαν κανέναν. Ξεφύτρωναν ένα πρωί μέσα στη χλόη και ύστερα έσβηναν το βράδυ. Αυτό όμως είχε φυτρώσει κάποια μέρα, από ένα σπόρο φερμένο ποιος ξέρει από πού, και ο μικρός πρίγκιπας είχε παρακολουθήσει από πολύ κοντά αυτό το βλασταράκι που δεν έμοιαζε με τα άλλα βλαστάρια. Μπορεί και να 'ταν κάποιο καινούριο είδος μπαομπάμπ. Το δεντράκι όμως σταμάτησε γρήγορα να ψηλώνει, και άρχισε να ετοιμάζει ένα λουλούδι. Ο μικρός πρίγκιπας, που ήταν μπροστά όταν πρωτοβγήκε το τεράστιο μπουμπούκι του, ένιωσε πως αυτό που θα εμφανιζόταν εδώ θα ήταν ένα θαύμα - το λουλούδι όμως, κρυμμένο μέσα στην πράσινη κάμαρή του, δεν έλεγε να τελειώσει τις προετοιμασίες του για να φανεί ωραίο. Διάλεγε με προσοχή τα χρώματά του. Ντυνόταν αργά, έστρωνε ένα ένα τα πέταλά του. Δεν ήθελε να βγει τσαλακωμένο σαν τις παπαρούνες. Δεν ήθελε να βγει παρά μονάχα όταν θα 'φτανε στην αποθέωση της ομορφιάς του. Ε ναι, ήταν πολύ φιλάρεσκο! Καλλωπιζόταν μυστικά μέρες και μέρες. Και μετά, να το, κάποιο πρωί, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, εμφανίστηκε. Κι αυτό που τόσο προσεχτικά είχε ετοιμαστεί είπε όπως χασμουριόταν:
"Αχ! Μόλις ξύπνησα... με συγχωρείτε... τα μαλλιά μου έχουν τα χάλια τους..."
Τότε, ο μικρός πρίγκιπας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το θαυμασμό του:
"Τι όμορφο που είσαι!"
"Ωραίο δεν είμαι;" απάντησε γλυκά το λουλούδι. "Και γεννήθηκα την ίδια στιγμή με τον ήλιο..."
Ο μικρός πρίγκιπας κατάλαβε βέβαια πως δεν το χαρακτήριζε και τόσο η μετριοφροσύνη, ήταν όμως τόσο γοητευτικό...
"Νομίζω πως είναι η ώρα για το πρωινό" είπε σε λίγο το λουλούδι. "Θα είχατε την καλοσύνη να με φροντίσετε..."
Κι ο μικρός πρίγκιπας, έχοντάς τα χαμένα, έψαξε να βρει ένα ποτιστήρι με δροσερό νεράκι και περιποιήθηκε το λουλούδι.
Και πολύ σύντομα τον τυραννούσε με τη μυγιάγγιχτη ματαιοδοξία του. Μια μέρα, ας πούμε, μιλώντας για τα τέσσερα αγκάθια του, είπε στο μικρό πρίγκιπα:
"Για να κάνουν πως έρχονται οι τίγρεις με τα νύχια τους!"
"Δεν έχει τίγρεις ο πλανήτης μου" ήταν η αντίδραση του μικρού πρίγκιπα. "Ύστερα οι τίγρεις δεν τρώνε χόρτα".
"Δεν είμαι χόρτο" απάντησε γλυκά το λουλούδι.
"Με συγχωρείς..."
"Δε φοβάμαι καθόλου τις τίγρεις, τρέμω όμως τα ρεύματα. Δεν υπάρχει κανένα πέτασμα;"
Τρέμει τα ρεύματα... αυτό θα πει ατυχία για ένα φυτό, είχε σκεφτεί ο μικρός πρίγκιπας. Πολύ ζόρικο αυτό το λουλούδι.
"Το βράδυ να με βάλετε κάτω από γυάλα. Κάνει πολύ κρύο εδώ πάνω. Κακός κλιματισμός. Εκεί που ήμουνα εγώ..."
Μα δε συνέχισε. Είχε έρθει με τη μορφή σπόρου. Δεν ήταν δυνατόν να 'χει γνωρίσει άλλους κόσμους. Ταπεινωμένο που έκανε το λάθος να πιαστεί ξεφουρνίζοντας ένα τόσο απλοϊκό ψέμα, έβηξε δυο τρεις φορές, για να το φορτώσει στο μικρό πρίγκιπα.
"Εκείνο το πέτασμα που λέγαμε...;"
"Πήγαινα να το φέρω μα μου 'πιασες την κουβέντα!"
Ξανάβηξε κι αυτό δυνατότερα, για να τον κάνει να νιώσει τύψεις.
Έτσι, ο μικρός πρίγκιπας, με όλη την καλή του θέληση και την αγάπη του, άρχισε γρήγορα να αμφιβάλλει για το λουλούδι. Παίρνοντας στα σοβαρά λόγια ασήμαντα, είχε γίνει δυστυχισμένος.
"Δεν έπρεπε να το ακούω" μου είπε εμπιστευτικά μια μέρα. "Δεν πρέπει ποτέ ν' ακούς τα λουλούδια. Πρέπει να τα κοιτάς, να τα μυρίζεις. Το δικό μου είχε μοσχομυρίσει ολόκληρο τον πλανήτη, δεν ήξερα όμως πώς να το χαρώ. Αυτή η υπόθεση με τα νύχια, που μ' είχε τόσο νευριάσει, θα πρέπει να με συγκίνησε..."
Και μου είπε ακόμα, εμπιστευτικά:
"Δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτα. Έπρεπε να το κρίνω από τα έργα του κι όχι απ' τα λόγια του. Με γέμιζε ευωδιά και φως. Δεν έπρεπε να φύγω ποτέ! Θα 'πρεπε να μαντέψω, πίσω από τις μικροπονηριές του, την τρυφεράδα του. Τα λουλούδια είναι όλο αντιφάσεις! Ήμουν όμως πολύ μικρός για να ξέρω πώς να τ' αγαπήσω."
Νομίζω ότι, για να φύγει, εκμεταλλεύτηκε ένα σμήνος άγρια αποδημητικά πουλιά. Το πρωί της αναχώρησής του, συγύρισε τον πλανήτη του. Καθάρισε καλά καλά, μέσα κι έξω, τα ενεργά του ηφαίστεια. Είχε δύο ενεργά ηφαίστεια. Και τον βόλευαν ιδιαίτερα για να ζεσταίνει το πρωινό του. Είχε επίσης κι ένα σβησμένο ηφαίστειο. Αλλά, όπως έλεγε: Δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά! Γι' αυτό και καθάριζε, μέσα κι έξω, και το σβησμένο ηφαίστειο. Όταν είναι καλά καθαρισμένα τα ηφαίστεια καίνε σιγά και σταθερά, χωρίς εκρήξεις. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις είναι σαν τη φωτιά του τζακιού. Βέβαια εμείς, εδώ στη Γη, είμαστε πολύ μικροί για να καθαρίζουμε τα ηφαίστειά μας. Γι' αυτό και μας δημιουργούν ένα σωρό μπελάδες.
Ο μικρός πρίγκιπας ξερίζωσε επίσης, με κάποια μελαγχολία, τα τελευταία βλασταράκια των μπαομπάμπ. Πίστευε πως δε θα ξαναγύριζε ποτέ. Μα όλες αυτές οι συνηθισμένες του δουλειές, εκείνο το πρωί του φάνηκαν ιδιαίτερα ευχάριστες. Και, όταν πότισε για τελευταία φορά το λουλούδι και πήγαινε να το σκεπάσει με τη γυάλα του, κατάλαβε πως του ερχότανε να κλάψει.
"Αντίο" είπε στο λουλούδι.
Εκείνο όμως δεν του απάντησε.
"Αντίο" ξανάπε.
Το λουλούδι έβηξε. Όχι όμως επειδή είχε συνάχι.
"Φέρθηκα ανόητα" είπε στο τέλος. "Σου ζητώ συγγνώμη. Κοίτα να είσαι ευτυχισμένος".
Του έκανε εντύπωση πως δεν παραπονιόταν. Στεκόταν εκεί, σαστισμένος, με τη γυάλα στον αέρα. Δεν καταλάβαινε αυτή την ηρεμία και τη γλύκα του.
"Μα ασφαλώς σ' αγαπώ" του είπε το λουλούδι, "Δεν το κατάλαβες ποτέ και είναι δικό μου το σφάλμα. Δεν έχει σημασία όμως. Αλλά κι εσύ φέρθηκες το ίδιο ανόητα. Κοίτα να είσαι ευτυχισμένος... Άσε τη γυάλα. Δεν τη θέλω πια".
"Μα ο αέρας..."
"Ε, δεν είμαι και τόσο κρυωμένο... Το δροσερό αεράκι της νύχτας θα μου κάνει καλό. Λουλούδι είμαι".
"Ναι, μα τα ζώα..."
"Θα χρειαστεί να ανεχτώ δυο τρεις κάμπιες αν θέλω να δω πεταλούδες. Φαίνεται πως είναι πάρα πολύ όμορφες. Αλλιώς ποιος θα μου κάνει εμένα επίσκεψη; Εσύ θα 'σαι μακριά. Όσο για τα μεγάλα θηρία, δε φοβάμαι κανένα. Έχω τα νύχια μου". Και έδειξε με αφέλεια τα τέσσερα αγκάθια του. Ύστερα πρόσθεσε: "Μην καθυστερείς έτσι, μου τη δίνει. Αποφάσισες να φύγεις. Φύγε."
Γιατί δεν ήθελε να το δει που έκλαιγε. Ήταν πολύ περήφανο λουλούδι...
Ο Μικρός Πρίγκιπας (απόσπασμα)
Antoine de Saint Exupery
Μετάφραση: ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΝΕΛΗΣ
"Αν κάποιος αγαπάει ένα λουλούδι που δεν υπάρχει όμοιό του, μέσα στα εκατομμύρια των εκατομμυρίων τα αστέρια, αυτό και μόνο φτάνει για να είναι ευτυχισμένος όταν το κοιτάει. Σκέφτεται: "Κάπου εκεί είναι το λουλούδι μου..." Αν όμως το αρνάκι φάει το λουλούδι, γι' αυτόν θα είναι σα να σβήσαν ξαφνικά όλα τ' αστέρια! Και δεν είναι σπουδαίο αυτό;"
Δεν μπορούσε να πει τίποτε περισσότερο. Ξέσπασε απότομα σε αναφιλητά. Η νύχτα είχε πέσει. Είχα αφήσει κι εγώ τα εργαλεία μου. Πολύ που μ' ένοιαζαν τώρα το σφυρί και τα μπουλόνια μου, η δίψα και ο θάνατος. Σε κάποιο αστέρι, σε κάποιον πλανήτη, στο δικό μου πλανήτη, τη Γη, υπήρχε ένας μικρός πρίγκιπας που έπρεπε να παρηγορήσω! Τον πήρα στην αγκαλιά μου. Τον νανούρισα. Του έλεγα: "Το λουλούδι που αγαπάς δεν κινδυνεύει... θα ζωγραφίσω ένα φίμωτρο για το αρνάκι σου... θα ζωγραφίσω μια πανοπλία για το λουλούδι σου... θα..." Δεν ήξερα κι εγώ τι να του πω. Ένιωθα πολύ αδέξιος. Δεν ήξερα από πού να τον πιάσω, πώς να τον ξαναπλησιάσω... είναι πολύ μυστήρια η χώρα των δακρύων.
Δεν άργησα να μάθω καλύτερα το λουλούδι αυτό. Στον πλανήτη του μικρού πρίγκιπα υπήρχαν πάντοτε λουλούδια απλά, στολισμένα με μια μονάχα σειρά πέταλα, που δεν έπιαναν καθόλου τόπο και δεν πείραζαν κανέναν. Ξεφύτρωναν ένα πρωί μέσα στη χλόη και ύστερα έσβηναν το βράδυ. Αυτό όμως είχε φυτρώσει κάποια μέρα, από ένα σπόρο φερμένο ποιος ξέρει από πού, και ο μικρός πρίγκιπας είχε παρακολουθήσει από πολύ κοντά αυτό το βλασταράκι που δεν έμοιαζε με τα άλλα βλαστάρια. Μπορεί και να 'ταν κάποιο καινούριο είδος μπαομπάμπ. Το δεντράκι όμως σταμάτησε γρήγορα να ψηλώνει, και άρχισε να ετοιμάζει ένα λουλούδι. Ο μικρός πρίγκιπας, που ήταν μπροστά όταν πρωτοβγήκε το τεράστιο μπουμπούκι του, ένιωσε πως αυτό που θα εμφανιζόταν εδώ θα ήταν ένα θαύμα - το λουλούδι όμως, κρυμμένο μέσα στην πράσινη κάμαρή του, δεν έλεγε να τελειώσει τις προετοιμασίες του για να φανεί ωραίο. Διάλεγε με προσοχή τα χρώματά του. Ντυνόταν αργά, έστρωνε ένα ένα τα πέταλά του. Δεν ήθελε να βγει τσαλακωμένο σαν τις παπαρούνες. Δεν ήθελε να βγει παρά μονάχα όταν θα 'φτανε στην αποθέωση της ομορφιάς του. Ε ναι, ήταν πολύ φιλάρεσκο! Καλλωπιζόταν μυστικά μέρες και μέρες. Και μετά, να το, κάποιο πρωί, την ώρα που έβγαινε ο ήλιος, εμφανίστηκε. Κι αυτό που τόσο προσεχτικά είχε ετοιμαστεί είπε όπως χασμουριόταν:
"Αχ! Μόλις ξύπνησα... με συγχωρείτε... τα μαλλιά μου έχουν τα χάλια τους..."
Τότε, ο μικρός πρίγκιπας δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το θαυμασμό του:
"Τι όμορφο που είσαι!"
"Ωραίο δεν είμαι;" απάντησε γλυκά το λουλούδι. "Και γεννήθηκα την ίδια στιγμή με τον ήλιο..."
Ο μικρός πρίγκιπας κατάλαβε βέβαια πως δεν το χαρακτήριζε και τόσο η μετριοφροσύνη, ήταν όμως τόσο γοητευτικό...
"Νομίζω πως είναι η ώρα για το πρωινό" είπε σε λίγο το λουλούδι. "Θα είχατε την καλοσύνη να με φροντίσετε..."
Κι ο μικρός πρίγκιπας, έχοντάς τα χαμένα, έψαξε να βρει ένα ποτιστήρι με δροσερό νεράκι και περιποιήθηκε το λουλούδι.
Και πολύ σύντομα τον τυραννούσε με τη μυγιάγγιχτη ματαιοδοξία του. Μια μέρα, ας πούμε, μιλώντας για τα τέσσερα αγκάθια του, είπε στο μικρό πρίγκιπα:
"Για να κάνουν πως έρχονται οι τίγρεις με τα νύχια τους!"
"Δεν έχει τίγρεις ο πλανήτης μου" ήταν η αντίδραση του μικρού πρίγκιπα. "Ύστερα οι τίγρεις δεν τρώνε χόρτα".
"Δεν είμαι χόρτο" απάντησε γλυκά το λουλούδι.
"Με συγχωρείς..."
"Δε φοβάμαι καθόλου τις τίγρεις, τρέμω όμως τα ρεύματα. Δεν υπάρχει κανένα πέτασμα;"
Τρέμει τα ρεύματα... αυτό θα πει ατυχία για ένα φυτό, είχε σκεφτεί ο μικρός πρίγκιπας. Πολύ ζόρικο αυτό το λουλούδι.
"Το βράδυ να με βάλετε κάτω από γυάλα. Κάνει πολύ κρύο εδώ πάνω. Κακός κλιματισμός. Εκεί που ήμουνα εγώ..."
Μα δε συνέχισε. Είχε έρθει με τη μορφή σπόρου. Δεν ήταν δυνατόν να 'χει γνωρίσει άλλους κόσμους. Ταπεινωμένο που έκανε το λάθος να πιαστεί ξεφουρνίζοντας ένα τόσο απλοϊκό ψέμα, έβηξε δυο τρεις φορές, για να το φορτώσει στο μικρό πρίγκιπα.
"Εκείνο το πέτασμα που λέγαμε...;"
"Πήγαινα να το φέρω μα μου 'πιασες την κουβέντα!"
Ξανάβηξε κι αυτό δυνατότερα, για να τον κάνει να νιώσει τύψεις.
Έτσι, ο μικρός πρίγκιπας, με όλη την καλή του θέληση και την αγάπη του, άρχισε γρήγορα να αμφιβάλλει για το λουλούδι. Παίρνοντας στα σοβαρά λόγια ασήμαντα, είχε γίνει δυστυχισμένος.
"Δεν έπρεπε να το ακούω" μου είπε εμπιστευτικά μια μέρα. "Δεν πρέπει ποτέ ν' ακούς τα λουλούδια. Πρέπει να τα κοιτάς, να τα μυρίζεις. Το δικό μου είχε μοσχομυρίσει ολόκληρο τον πλανήτη, δεν ήξερα όμως πώς να το χαρώ. Αυτή η υπόθεση με τα νύχια, που μ' είχε τόσο νευριάσει, θα πρέπει να με συγκίνησε..."
Και μου είπε ακόμα, εμπιστευτικά:
"Δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτα. Έπρεπε να το κρίνω από τα έργα του κι όχι απ' τα λόγια του. Με γέμιζε ευωδιά και φως. Δεν έπρεπε να φύγω ποτέ! Θα 'πρεπε να μαντέψω, πίσω από τις μικροπονηριές του, την τρυφεράδα του. Τα λουλούδια είναι όλο αντιφάσεις! Ήμουν όμως πολύ μικρός για να ξέρω πώς να τ' αγαπήσω."
Νομίζω ότι, για να φύγει, εκμεταλλεύτηκε ένα σμήνος άγρια αποδημητικά πουλιά. Το πρωί της αναχώρησής του, συγύρισε τον πλανήτη του. Καθάρισε καλά καλά, μέσα κι έξω, τα ενεργά του ηφαίστεια. Είχε δύο ενεργά ηφαίστεια. Και τον βόλευαν ιδιαίτερα για να ζεσταίνει το πρωινό του. Είχε επίσης κι ένα σβησμένο ηφαίστειο. Αλλά, όπως έλεγε: Δεν ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά! Γι' αυτό και καθάριζε, μέσα κι έξω, και το σβησμένο ηφαίστειο. Όταν είναι καλά καθαρισμένα τα ηφαίστεια καίνε σιγά και σταθερά, χωρίς εκρήξεις. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις είναι σαν τη φωτιά του τζακιού. Βέβαια εμείς, εδώ στη Γη, είμαστε πολύ μικροί για να καθαρίζουμε τα ηφαίστειά μας. Γι' αυτό και μας δημιουργούν ένα σωρό μπελάδες.
Ο μικρός πρίγκιπας ξερίζωσε επίσης, με κάποια μελαγχολία, τα τελευταία βλασταράκια των μπαομπάμπ. Πίστευε πως δε θα ξαναγύριζε ποτέ. Μα όλες αυτές οι συνηθισμένες του δουλειές, εκείνο το πρωί του φάνηκαν ιδιαίτερα ευχάριστες. Και, όταν πότισε για τελευταία φορά το λουλούδι και πήγαινε να το σκεπάσει με τη γυάλα του, κατάλαβε πως του ερχότανε να κλάψει.
"Αντίο" είπε στο λουλούδι.
Εκείνο όμως δεν του απάντησε.
"Αντίο" ξανάπε.
Το λουλούδι έβηξε. Όχι όμως επειδή είχε συνάχι.
"Φέρθηκα ανόητα" είπε στο τέλος. "Σου ζητώ συγγνώμη. Κοίτα να είσαι ευτυχισμένος".
Του έκανε εντύπωση πως δεν παραπονιόταν. Στεκόταν εκεί, σαστισμένος, με τη γυάλα στον αέρα. Δεν καταλάβαινε αυτή την ηρεμία και τη γλύκα του.
"Μα ασφαλώς σ' αγαπώ" του είπε το λουλούδι, "Δεν το κατάλαβες ποτέ και είναι δικό μου το σφάλμα. Δεν έχει σημασία όμως. Αλλά κι εσύ φέρθηκες το ίδιο ανόητα. Κοίτα να είσαι ευτυχισμένος... Άσε τη γυάλα. Δεν τη θέλω πια".
"Μα ο αέρας..."
"Ε, δεν είμαι και τόσο κρυωμένο... Το δροσερό αεράκι της νύχτας θα μου κάνει καλό. Λουλούδι είμαι".
"Ναι, μα τα ζώα..."
"Θα χρειαστεί να ανεχτώ δυο τρεις κάμπιες αν θέλω να δω πεταλούδες. Φαίνεται πως είναι πάρα πολύ όμορφες. Αλλιώς ποιος θα μου κάνει εμένα επίσκεψη; Εσύ θα 'σαι μακριά. Όσο για τα μεγάλα θηρία, δε φοβάμαι κανένα. Έχω τα νύχια μου". Και έδειξε με αφέλεια τα τέσσερα αγκάθια του. Ύστερα πρόσθεσε: "Μην καθυστερείς έτσι, μου τη δίνει. Αποφάσισες να φύγεις. Φύγε."
Γιατί δεν ήθελε να το δει που έκλαιγε. Ήταν πολύ περήφανο λουλούδι...
Ο Μικρός Πρίγκιπας (απόσπασμα)
Antoine de Saint Exupery
Μετάφραση: ΤΑΚΗΣ ΚΟΥΝΕΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου