Το ποτό σου πίνω πάλι
μέσα στη γλυκιά μου ζάλη
και θυμάμαι και ξεχνάω
χίλιες φυλακές και πάω
ν’ ακουμπήσω τη μορφή σου
και το άψυχο κορμί σου
μα εκείνο μ’ οδηγάει
παίρνει φόρα και με πάει
στον απύθμενο βυθό σου,
στον γκρεμό απ’ το θυμό σου
και βαδίζω, τρέχω πάλι
μίλια μακριά στην πάλη
του αιώνιου ταξιδιώτη
και του άπιστου στρατιώτη
που ξεζώθηκε τα όπλα
πήρε αγκαζέ μια κότα
και ξεκίνησε να πάει
κει που μίσος δε χωράει.
Την ψυχή του όμως σπάει
μες στο χθες που τον νικάει
με τα ίδια του τα όπλα:
την αγάπη δίχως πόρτα
ν’ αλωνίζει, να θερίζει,
το λυγμό του να ορίζει
και τον ψεύτικο θυμό του
πάντα ξένο απ’ το δικό του
μακριά απ’ τον εαυτό του.
Μία πλαστική ασπίδα
που βαμμένη και τσαχπίνα
προσπαθεί να ξεγελάσει
μήπως έτσι ξεπεράσει
του θανάτου τη φοβέρα
του μεγάλου πόθου σφαίρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου