Είναι μεσάνυχτα, ο Ρωτόκριτος συναντά την αγαπημένη του Αρετούσα στο παράθυρό της και με αναστεναγμούς της εξιστορεί την εξορία του από το βασιλιά πατέρα της.
Ερωτόκριτος
Τα 'μαθες Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα;
ο Κύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα.
Τέσσερεις μέρες μοναχά μου 'δωκε ν' ανιμένω,
κι αποκείς να ξενιτευτώ, πολλά μακριά να πηαίνω.
Και πώς να σ' αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω
και πώς να ζήσω δίχως σου τον ξωρισμόν εκείνο;
Εσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Κερά μου,
στα ξένα πως μ' εθάψασι, κι εκεί 'ν' τα κόκκαλά μου.
Κατέχω το κι ο Κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύγει.
Κι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς στα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσσει η όρεξή σου.
Μια χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι εκείνη θέλω μόνο
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω:
την ώρα π' αρραβωνιαστείς, να βαριαναστενάξεις
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν' αναδακρυώσεις και να πεις: "Ρωτόκριτε καημένε,
τα σου 'ταξα λησμόνησα, το 'θελες πλιο δεν είναι".
Κι όντε σ' αγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου
και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιά σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθει ν' αποθάνει.
Θυμήσου πως μ' επλήγωσες κι έχω θανάτου πόνον
κι ουδέ ν' απλώσω μου 'δωκες σκιάς το δακτυλίδι μόνον.