Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

ΠΑΡΕΑ

Εσύ κι εγώ
κομμένοι πια στα δυο
κι εγώ να απορώ
πώς γίνεται να ζω
χωρίς να είσαι εδώ.





Βαγόνι αδειανό
το σώμα που μισό
βαδίζει και βουβό.
Παράθυρα ανοιχτά
γεμίζουν παγωνιά


την έρημη καρδιά
ακόμα μια βραδιά
με μόνη συντροφιά
παράγραφους και λέξεις
που εσύ δε θα πιστέψεις.


Για μένα ο Θεός.
Είδωλο και φως,
στη φλέβα ο παλμός,
ανάσα στη ζωή μου,
σκοπός στην ύπαρξή μου.


Όλα τ' άλλα ξεχασμένα,
δεύτερα, παρατημένα.
Στην ακρούλα πεταμένα
περιμένουν μήπως βρω
χρόνο για ν' ασχοληθώ.


Μία μοναχά σου λέξη
έφτανε η καρδιά να τρέξει
να ζεστάνει τη δικιά σου,
μα δε σου 'φτανε - φαντάσου!


Πλάι σου σαν περπατούσα
την ανάσα μου κρατούσα
για ν' ακούω τη σιωπή σου
σα να ήμουνα μαζί σου.


Μα εσύ μια μαύρη μέρα
την αγάπη κάνεις πέρα.
Δεν τη θέλεις και σε πνίγει.
Σαν κλωστή σφιχτά σε σφίγγει.


Μια παρέα ψάχνεις μόνο
- λέξη άγνωστη στον πόνο -
που εσύ δεν τον αντέχεις
γι' αυτό όλα τα προσέχεις.


Κι έτσι μένεις μες στη γυάλα
δίχως ζεστασιά μια στάλα,
αλλά είναι επιλογή σου.
Η πυξίδα στη ζωή σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: