Δυο ματάκια φοβισμένα
που όλο λάμπουνε για μένα.
Μια λαχτάρα που τρομάζει
κι όλο θέλει μα διστάζει,
μήπως χάσει μια για πάντα
του ονείρου την μπαλάντα.
Ένας άνθρωπος που ξέρει,
μα δε σταματά να θέλει
και παλεύει να μιλήσει
τις σιωπές του να νικήσει,
για να νιώθω η μοιραία,
της ζωής του η τελευταία.
Μία αγκαλιά δικιά μου.
Η σκιά στα βήματά μου.
Είναι εκεί και περιμένει,
δε γυρνάει, δεν ξεμακραίνει,
με τυλίγει όταν μπαίνω,
με ζεσταίνει και σωπαίνω.
Ούτε πόνος, ούτε δάκρυ
από των ματιών την άκρη
δεν αφήνει πια να στάξει.
Νιώθει δίχως να φωνάξει
το τι πρέπει να μου πει,
το χαμόγελο να βγει.
Τόσο μ' αγαπάς ψυχή μου
που φοβάμαι στη ζωή μου,
μην τυχόν και σε πληγώσω
τόσο πόνο μη σου δώσω
όσο μου 'δωσαν εμένα
δυο ματάκια αγαπημένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου