Πόσο σ' έκανα και γέλασες;
Πόσο πολύ στ' αλήθεια;
Πίστεψες πως σε πίστεψα.
Ο λόγος που χτυπήθηκα
ήταν μια ουτοπία.
Όλα όσα μου 'πανε
γελάγανε κι ακούγανε
όλα μια παρωδία.
Κι έλεγα πως όλοι αυτοί
ξένοι στ' αλήθεια και τυφλοί
ζούνε με την κακία.
Και πίστεψα στα μάτια σου,
στα χείλια και στα χάδια σου.
Δεν άκουσα κανέναν.
Σε πίστεψα.
Σε λάτρεψα.
Τα λόγια σου προστάτεψα.
Μα τι ανοησία;
Δεν είχες πουθενά καρδιά.
Την άφησες στ' αλλοτινά.
Εδώ μια παρωδία.
Δεν είχες δύναμη να δεις
την ομορφιά μίας ψυχής
που έγινε θυσία.
Οι μουσικές που έκλαψα,
οι μουσικές που κλαίω,
όλες εκεί στο παρελθόν.
Για μένα ούτε μία!
Εσύ δεν έχεις μουσικές.
Ξέρεις να ζεις με δανεικές
που δε γυρίζεις πίσω.
Και οι δικές μου τώρα πια
που τόσο με πονούσαν,
έγιναν μόνο η αφορμή
για χάδια που γυρνούσαν
δίχως ψωμί, χωρίς νερό.
Επίνααν και διψούσαν.
Και πάλι ψέματα θα πεις
για να περάσει η ώρα
χάδι να βρεις και να κρυφτείς
στης λησμονιάς τη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου