Ήταν η τελευταία πράξη ενός πικρού εξορκισμού δυο εβδομάδων, με τον οποίο προσπαθούσε να συμφιλιωθεί με την καινούρια της κατάσταση. Ήθελε να γίνει ξανά ο εαυτός της, να ξαναβρεί όλα όσα είχε αναγκαστεί να παραδώσει σε μισό αιώνα υποτέλειας που, χωρίς αμφιβολία, την είχε κάνει ευτυχισμένη, αλλά από τη στιγμή που πέθανε ο σύζυγος δεν της έμεινε ίχνος από την ταυτότητά της. Ήταν ένα φάντασμα σ' ένα ξένο σπίτι, που από τη μια μέρα στην άλλη έγινε τεράστιο και μοναχικό κι όπου τριγυρνούσε σαν χαμένη κι αναρωτιόταν μ' αγωνία ποιος ήταν περισσότερο πεθαμένος: εκείνος που είχε πεθάνει ή εκείνη που είχε μείνει πίσω.
Δεν μπορούσε ν' αποφύγει μια κρυφή αίσθηση μνησικακίας ενάντια στον άντρα που την άφησε μόνη μες στη ζοφερή θάλασσα. Όλα τα δικά του της έφερναν κλάματα: η πιτζάμα κάτω από το μαξιλάρι, οι παντόφλες που πάντα της έδιναν την εντύπωση άρρωστου, η ανάμνηση της εικόνας του στο βάθος του καθρέφτη όταν ξεντυνόταν, ενώ εκείνη ετοιμαζόταν να πέσει στο κρεβάτι, η μυρωδιά του δέρματός του που θα έμενε πάνω της πολύ καιρό μετά το θάνατό του. Σταματούσε στη μέση οποιουδήποτε πράγματος κι αν έκανε και χτυπούσε το μέτωπό της με το χέρι της, γιατί ξαφνικά θυμόταν κάτι που είχε ξεχάσει να του πει. Κάθε στιγμή έρχονταν στο μυαλό της τόσες καθημερινές ερωτήσεις στις οποίες μόνον εκείνος θα μπορούσε ν' απαντήσει. Κάποια φορά της είχε πει κάτι που εκείνη δεν μπορούσε να συλλάβει: οι ανάπηροι αισθάνονται πόνους, κράμπες, φαγούρα στο πόδι που πια δεν έχουν. Έτσι ένιωθε κι εκείνη χωρίς αυτόν, τον ένιωθε να βρίσκεται εκεί που δεν ήταν πια.
Όταν ξύπνησε, το πρώτο πρωί της χηρείας, είχε γυρίσει στο κρεβάτι από την άλλη μεριά ψάχνοντας, για να συνεχίσει τον ύπνο της, μια θέση πιο αναπαυτική και ήταν τότε που αυτός πέθανε για κείνην. Γιατί τότε μόνο συνειδητοποίησε πως είχε περάσει τη νύχτα, για πρώτη φορά, έξω από το σπίτι. Η άλλη εντύπωση ήταν στο τραπέζι, όχι γιατί ένιωθε μόνη, όπως και πραγματικά ήταν, αλλά για την παράξενη βεβαιότητα πως έτρωγε με κάποιον που πια δεν υπήρχε. Περίμενε να έρθει η κόρη της από τη Νέα Ορλεάνη μαζί με το σύζυγο και τις τρεις της κόρες, για να καθήσει να φάει στο τραπέζι, αλλά όχι στο συνηθισμένο, μα σ' ένα άλλο πρόχειρο, πιο μικρό, που έβαλε να στήσουν στον ανοιχτό δίαδρομο. Μέχρι τότε δεν είχε φάει κανονικά κανένα γεύμα. Περνούσε οποιαδήποτε ώρα από την κουζίνα, όταν πεινούσε, κι έβαζε το πηρούνι στις κατσαρόλες, έτρωγε λίγο απ' όλα χωρίς να παίρνει πιάτο, όρθια μπροστά στην κουζίνα, κουβεντιάζοντας με τις υπηρέτριες, τις μόνες με τις οποίες ένιωθε καλά και που την καταλάβαιναν καλύτερα. Ωστόσο, όσο και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε ν' αποφύγει την παρουσία του πεθαμένου συζύγου: όπου και να πήγαινε, απ' όπου και να περνούσε, όποιο πράγμα και να 'κανε έπεφτε πάνω σε κάτι δικό του που της τον θύμιζε. Γιατί, βέβαια, καλό ήταν και τίμιο και δίκαιο να πονάει, αλλά ήθελε να κάνει ό,τι μπορούσε για να μη βρίσκει ευχαρίστηση στον πόνο της. Έτσι πήρε τη δραστική απόφαση να πετάξει μέσ' από το σπίτι όλα όσα της θύμιζαν τον πεθαμένο της άντρα. ήταν το μόνο που σκέφτηκε για να εξακολουθήσει να ζει χωρίς αυτόν.
................................................................................................................Οπωσδήποτε ήταν ένα άχρηστο ολοκαύτωμα. Η Φερμίνα Δάσα κατάλαβε πολύ γρήγορα πως η ανάμνηση του πεθαμένου συζύγου ήταν πυρίμαχη, όπως αποδεικνύονταν με το πέρασμα των ημερών. Ακόμα χειρότερα: αφού έκαψε τα ρούχα του, όχι μόνο εξακολούθησαν να της λείπουν όλα όσ' αγαπούσε από κείνον, αλλά κυρίως όσα την ενοχλούσαν περισσότερο: οι θόρυβοι που έκανε όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι. Εκείνες οι αναμνήσεις τη βοήθησαν να βγει από τον πυκνό βάλτο του πένθους. Πάνω απ' όλα πήρε την απόφαση να εξακολουθήσει τη ζωή της θυμούμενη το σύζυγο σα να μην είχε πεθάνει. Ήξερε πως το ξύπνημα, κάθε πρωί, θα ήταν δύσκολο, αλλά κάθε φορά θα ήταν λιγότερο.
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (Αποσπάσματα)
Gabriel Garcia Marquez
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου - Μπαράχας
Δεν μπορούσε ν' αποφύγει μια κρυφή αίσθηση μνησικακίας ενάντια στον άντρα που την άφησε μόνη μες στη ζοφερή θάλασσα. Όλα τα δικά του της έφερναν κλάματα: η πιτζάμα κάτω από το μαξιλάρι, οι παντόφλες που πάντα της έδιναν την εντύπωση άρρωστου, η ανάμνηση της εικόνας του στο βάθος του καθρέφτη όταν ξεντυνόταν, ενώ εκείνη ετοιμαζόταν να πέσει στο κρεβάτι, η μυρωδιά του δέρματός του που θα έμενε πάνω της πολύ καιρό μετά το θάνατό του. Σταματούσε στη μέση οποιουδήποτε πράγματος κι αν έκανε και χτυπούσε το μέτωπό της με το χέρι της, γιατί ξαφνικά θυμόταν κάτι που είχε ξεχάσει να του πει. Κάθε στιγμή έρχονταν στο μυαλό της τόσες καθημερινές ερωτήσεις στις οποίες μόνον εκείνος θα μπορούσε ν' απαντήσει. Κάποια φορά της είχε πει κάτι που εκείνη δεν μπορούσε να συλλάβει: οι ανάπηροι αισθάνονται πόνους, κράμπες, φαγούρα στο πόδι που πια δεν έχουν. Έτσι ένιωθε κι εκείνη χωρίς αυτόν, τον ένιωθε να βρίσκεται εκεί που δεν ήταν πια.
Όταν ξύπνησε, το πρώτο πρωί της χηρείας, είχε γυρίσει στο κρεβάτι από την άλλη μεριά ψάχνοντας, για να συνεχίσει τον ύπνο της, μια θέση πιο αναπαυτική και ήταν τότε που αυτός πέθανε για κείνην. Γιατί τότε μόνο συνειδητοποίησε πως είχε περάσει τη νύχτα, για πρώτη φορά, έξω από το σπίτι. Η άλλη εντύπωση ήταν στο τραπέζι, όχι γιατί ένιωθε μόνη, όπως και πραγματικά ήταν, αλλά για την παράξενη βεβαιότητα πως έτρωγε με κάποιον που πια δεν υπήρχε. Περίμενε να έρθει η κόρη της από τη Νέα Ορλεάνη μαζί με το σύζυγο και τις τρεις της κόρες, για να καθήσει να φάει στο τραπέζι, αλλά όχι στο συνηθισμένο, μα σ' ένα άλλο πρόχειρο, πιο μικρό, που έβαλε να στήσουν στον ανοιχτό δίαδρομο. Μέχρι τότε δεν είχε φάει κανονικά κανένα γεύμα. Περνούσε οποιαδήποτε ώρα από την κουζίνα, όταν πεινούσε, κι έβαζε το πηρούνι στις κατσαρόλες, έτρωγε λίγο απ' όλα χωρίς να παίρνει πιάτο, όρθια μπροστά στην κουζίνα, κουβεντιάζοντας με τις υπηρέτριες, τις μόνες με τις οποίες ένιωθε καλά και που την καταλάβαιναν καλύτερα. Ωστόσο, όσο και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε ν' αποφύγει την παρουσία του πεθαμένου συζύγου: όπου και να πήγαινε, απ' όπου και να περνούσε, όποιο πράγμα και να 'κανε έπεφτε πάνω σε κάτι δικό του που της τον θύμιζε. Γιατί, βέβαια, καλό ήταν και τίμιο και δίκαιο να πονάει, αλλά ήθελε να κάνει ό,τι μπορούσε για να μη βρίσκει ευχαρίστηση στον πόνο της. Έτσι πήρε τη δραστική απόφαση να πετάξει μέσ' από το σπίτι όλα όσα της θύμιζαν τον πεθαμένο της άντρα. ήταν το μόνο που σκέφτηκε για να εξακολουθήσει να ζει χωρίς αυτόν.
................................................................................................................Οπωσδήποτε ήταν ένα άχρηστο ολοκαύτωμα. Η Φερμίνα Δάσα κατάλαβε πολύ γρήγορα πως η ανάμνηση του πεθαμένου συζύγου ήταν πυρίμαχη, όπως αποδεικνύονταν με το πέρασμα των ημερών. Ακόμα χειρότερα: αφού έκαψε τα ρούχα του, όχι μόνο εξακολούθησαν να της λείπουν όλα όσ' αγαπούσε από κείνον, αλλά κυρίως όσα την ενοχλούσαν περισσότερο: οι θόρυβοι που έκανε όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι. Εκείνες οι αναμνήσεις τη βοήθησαν να βγει από τον πυκνό βάλτο του πένθους. Πάνω απ' όλα πήρε την απόφαση να εξακολουθήσει τη ζωή της θυμούμενη το σύζυγο σα να μην είχε πεθάνει. Ήξερε πως το ξύπνημα, κάθε πρωί, θα ήταν δύσκολο, αλλά κάθε φορά θα ήταν λιγότερο.
Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (Αποσπάσματα)
Gabriel Garcia Marquez
Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου - Μπαράχας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου