Αν έπαιρνα τα βάσανα του κόσμου τα μεγάλα
χίλιες μπαλάντες θα 'γραφα πικρές.
Και τα τραγούδια θα 'σβηνα που 'χω γραμμένα τ' άλλα
που 'ναι γεμάτα από έρωτες, ελπίδες και χαρές.
Είπα λοιπόν το γράψιμο θα πάψω
ένα τραγούδι αλλιώτικο αν δε γράψω.
Κι έτσι ξεκίνησα κάποιο πρωί
τους πόνους και τα βάσανα να βρω μες τη ζωή.
Και περπατούσα... και περπατούσα...
κι έφτασα κάπου σ' ένα σημείο
κι είδα γραμμένο - τι να πεις
"Βρεφοκομείο η ελπίς".
Εκεί που οι ανώνυμοι γονείς πηγαίνουν τα παιδιά τους
κι όταν θα βγούνε στη ζωή κάποια φορά,
παιδιά με δίχως όνειρα.
Γεμάτα με ρυτίδες και μάτια θλιβερά.
Και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και μ' αισθήματα!
Τ' ειν' τα νόθα παιδιά μας μπρος τα τόσα προβλήματα;
Και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και καρδιά!
Και πετάμε στους δρόμους τα μικρά τα παιδιά.
Εμείς τη φτιάξαμε στραβή αυτή την κοινωνία!
Εμείς με την καρδιά και με το νου.
Γεμάτη απ' το σκοτάδι μας, γεμάτη απ' αγωνία,
του κάκου ψάχνει να βρει την πόρτα του ουρανού.
Κι αφού είμαι άνθρωπος κι εγώ,
τον κόσμο πώς να αλλάξω
αφού κι εγώ γκρεμίζω ό,τι κι αν φτιάξω;
Κι όμως...
ξεκίνησα κάποιο πρωί
τους πόνους και τα βάσανα να βρω μες τη ζωή.
Και περπατούσα... και περπατούσα...
κι έφτασα κάπου σε ένα σημείο
κι είδα γραμμένο - τι να πεις
"Γηροκομείο η ελπίς".
Εκεί που τα στοργικά παιδιά πηγαίνουν τους γονείς τους.
Το μόνο τους σφάλμα είναι ότι έζησαν πολλά χρόνια.
Και τους ξεχνούν παιδιά κι εγγόνια.
Γέροι με δίχως όνειρα.
Γεμάτοι με ρυτίδες και μάτια θλιβερά.
Και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και μ' αισθήματα!
Τ' ειν' οι γέροι γονείς μας μπρος στα τόσα προβλήματα;
Και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και καρδιά
και πετάμε τους γέρους! Και πετάμε παιδιά!
Λιάνα Βιτσώρη
χίλιες μπαλάντες θα 'γραφα πικρές.
Και τα τραγούδια θα 'σβηνα που 'χω γραμμένα τ' άλλα
που 'ναι γεμάτα από έρωτες, ελπίδες και χαρές.
Είπα λοιπόν το γράψιμο θα πάψω
ένα τραγούδι αλλιώτικο αν δε γράψω.
Κι έτσι ξεκίνησα κάποιο πρωί
τους πόνους και τα βάσανα να βρω μες τη ζωή.
Και περπατούσα... και περπατούσα...
κι έφτασα κάπου σ' ένα σημείο
κι είδα γραμμένο - τι να πεις
"Βρεφοκομείο η ελπίς".
Εκεί που οι ανώνυμοι γονείς πηγαίνουν τα παιδιά τους
κι όταν θα βγούνε στη ζωή κάποια φορά,
παιδιά με δίχως όνειρα.
Γεμάτα με ρυτίδες και μάτια θλιβερά.
Και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και μ' αισθήματα!
Τ' ειν' τα νόθα παιδιά μας μπρος τα τόσα προβλήματα;
Και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και καρδιά!
Και πετάμε στους δρόμους τα μικρά τα παιδιά.
Εμείς τη φτιάξαμε στραβή αυτή την κοινωνία!
Εμείς με την καρδιά και με το νου.
Γεμάτη απ' το σκοτάδι μας, γεμάτη απ' αγωνία,
του κάκου ψάχνει να βρει την πόρτα του ουρανού.
Κι αφού είμαι άνθρωπος κι εγώ,
τον κόσμο πώς να αλλάξω
αφού κι εγώ γκρεμίζω ό,τι κι αν φτιάξω;
Κι όμως...
ξεκίνησα κάποιο πρωί
τους πόνους και τα βάσανα να βρω μες τη ζωή.
Και περπατούσα... και περπατούσα...
κι έφτασα κάπου σε ένα σημείο
κι είδα γραμμένο - τι να πεις
"Γηροκομείο η ελπίς".
Εκεί που τα στοργικά παιδιά πηγαίνουν τους γονείς τους.
Το μόνο τους σφάλμα είναι ότι έζησαν πολλά χρόνια.
Και τους ξεχνούν παιδιά κι εγγόνια.
Γέροι με δίχως όνειρα.
Γεμάτοι με ρυτίδες και μάτια θλιβερά.
Και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και μ' αισθήματα!
Τ' ειν' οι γέροι γονείς μας μπρος στα τόσα προβλήματα;
Και λεγόμαστε άνθρωποι με μυαλό και καρδιά
και πετάμε τους γέρους! Και πετάμε παιδιά!
Λιάνα Βιτσώρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου